Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐκ τῆς καϑέδρας

См. также в других словарях:

  • ГРИГОРИЙ БОГОСЛОВ — [Назианзин; греч. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ Ναζιανζηνός] (325 330, поместье Арианз (ныне Сиврихисар, Турция) близ Карвали (ныне Гюзельюрт), к югу от г. Назианза, Каппадокия 389 390, там же), свт. (пам. 25 янв., 30 янв. в Соборе Трех святителей; пам …   Православная энциклопедия

  • настолиѥ — НАСТОЛИ|Ѥ (5*), ˫А с. Епископство, епископская кафедра: на высокыи пр(с)тлъ еп(с)пъ взведенъ бы(с). ни безъ болѣзни. ни бе зависти ни бе свары. ѿ старѣишинъ настоль˫а ѡчьству. и ѿ злы(х) гража(н). (τῶν τῆς πατρίδος προεδρευόντων). ГБ XIV, 159а;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ακροαματική θεολογία — (acroamatica theologia). Ονομασία, στη μεσαιωνική Ευρώπη, της καθέδρας επιστημονικής θεολογίας, αντίθετα προς τη λαϊκή θεολογία (theologia popularia) που περιοριζόταν στις στοιχειώδεις θρησκευτικές γνώσεις …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία — (ή απλώς Καθολική ή Δυτική). Η χριστιανική Εκκλησία που υπάγεται στον πάπα της Ρώμης. Στην Ελλάδα παλιότερα χρησιμοποιούνταν ο όρος Δυτική ή Παπική Εκκλησία· ο όρος Δυτική όμως δεν είναι ορθός, γιατί στη Δύση υπάρχουν και άλλες Εκκλησίες, όπως οι …   Dictionary of Greek

  • Νάτορπ, Πάουλ — (Paul Natorp, Ντίσελντορφ 1854 – Μάρμπουργκ 1924). Γερμανός φιλόσοφος. Σπούδασε με τον Κοέν στο Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ και δίδαξε στο ίδιο πανεπιστήμιο από το 1885 έως τον θάνατό του. Τα σημαντικότερα έργα του είναι: Η θεωρία της γνώσης του… …   Dictionary of Greek

  • Βάγκνερ, Άντολφ Χάινριχ Γκότχιλφ — (Adolf Heinrich Gotthilf Wagner,1835 1917). Γερμανός οικονομολόγος. Καθηγητής στην εμπορική σχολή της Βιέννης και στα πανεπιστήμια Ντόρπατ, Φράιμπουργκ (Μπρισγκάου) και Βερολίνου (1870 1917). Πήρε μέρος στις δραστηριότητες του… …   Dictionary of Greek

  • αλάθητο — Η λέξη προέρχεται από το στερητικό α και το ρήμα λανθάνω και σημαίνει τη δυνατότητα να μην κάνει κανείς σφάλματα, να μη λαθεύει, να μη σφάλλει. α. της Εκκλησίας. Διδασκαλία της Αγίας Γραφής και της ιερής παράδοσης, σύμφωνα με την οποία η Εκκλησία …   Dictionary of Greek

  • καθέδρα — η (AM καθέδρα) 1. το μέρος στο οποίο κάθεται κάποιος, κάθισμα, θέση 2. επίσημη έδρα, θώκος, θρόνος 3. έδρα επισκοπικής αρχής, πόλη όπου υπάρχει επίσκοπος νεοελλ. φρ. «από καθέδρας» με τόνο που δεν επιδέχεται αντιρρήσεις, με τόνο αυθεντίας… …   Dictionary of Greek

  • ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι …   Dictionary of Greek

  • LEGATUS Sedis Apostolicae — nomen dignitatis in communione Rom. olim de aliis quoque Sedibus dicebatur. Unde initio Actorum Conc. Niceni II. celebrati aliquot post Ephesinum Saeculis, recensentur Legati Sedium Patriarcblium et primo loco nominantur, Οἱ ἐπέχοντες τόπον τῆς… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»